συντελείας

συντελείας
συντελείᾱς , συντέλεια
joint contribution for the public burdens
fem acc pl
συντελείᾱς , συντέλεια
joint contribution for the public burdens
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συντέλεια — η, ΝΜΑ, και συντέλεια Ν [συντελής] (για χρόνο) τέλος, πλήρωμα («ἕως συντέλειας τοῡ ἐνιαυτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. μσν. φρ. «συντέλεια τού κόσμου» α) το τέλος τού κόσμου, η Δευτέρα Παρουσία β) συνεκδ. (σχετικά με καιρικές συνθήκες) κοσμοχαλασιά, θεομηνία… …   Dictionary of Greek

  • вѥкъ — ВѤК|Ъ1 (вѥкъ1100), А с. 1. Бесконечная протяженность во времени, вечность: тогда раздрѣши г҃ь вѣкъ чл҃вка ра(д) и раздѣли ѥ на времена и лѣ(т) на м(с)ци и д҃ни и часы. да размышлѩѥть чл҃вкъ временъ премѣну МПр XIV, 36; вѣкъ бо ни времѩ е(с). ни… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Liste griechischer Phrasen/Beta — Beta Inhaltsverzeichnis 1 Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα …   Deutsch Wikipedia

  • PELLIS — an a pellendo, quod externas iniurias pellat: an a pilis, quod pilosa: an ab Hebr. Gap desc: Hebrew, quod in Niphal significat tegi? caesorum animalium corporibus detracta, primis Parentibus, post lapsum, in usum cessit, frigori aliisque aeris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προεικόνιση — η, Ν [προεικονίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προεικονίζω («εφοβείτο μη η πρόρρησις επαληθεύση... εις την παρούσαν περίστασιν, ήτις ήτο βεβαίως μία εκ τών προεικονίσεων τής Συντελείας», Παπαδ.) …   Dictionary of Greek

  • Βάργκας Γιόσα, Μάριο — (Mario Vargas Llosa, Αρεκίπα, Περού 1936 –). Περουβιανός συγγραφέας. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Βολιβία και επέστρεψε στο Περού το 1945. Άρχισε να γράφει πριν τελειώσει το σχολείο. Σπούδασε στη Λίμα και στη Μαδρίτη, ενώ το 1959 μετοίκησε στο …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Λιόσα, Μάριο Βάργκας — (Mario Vargas Llosa, Αρεκουίπα 1936 –). Περουβιανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός της λογοτεχνίας. Αρχικά φοίτησε στη Στρατιωτική Ακαδημία Λεόνθιο Πράδο (1950 52) και στη συνέχεια στο εθνικό κολέγιο Σαν Μιγκέλ της… …   Dictionary of Greek

  • Μπουνιαλής, Μαρίνος Τζάνες — (17ος αι.). Ποιητής. Έγραψε ένα μεγάλο ποίημα 12 χιλιάδων στίχων μέτριας ποιητικής αξίας, αλλά το οποίο θεωρείται μνημείο της δημοτικής. Το ποίημα τιτλοφορείται Διήγησις διά στίχων του δεινού πολέμου του εν τη νήσω Κρήτη γενομένου. Στο πατριωτικό …   Dictionary of Greek

  • Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”